- επαναίρεσις
- ἐπαναίρεσις, η (Α)1. καταστροφή, όλεθρος2. φόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν-αίρεσις (< αναιρώ «καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαναίρεσις — slaughter fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναιρέσει — ἐπαναίρεσις slaughter fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπαναιρέσεϊ , ἐπαναίρεσις slaughter fem dat sg (epic) ἐπαναίρεσις slaughter fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναίρεσιν — ἐπαναίρεσις slaughter fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)